μεμελετημένως
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
Adv. in a practised manner, Plu.Pomp.68.
Russian (Dvoretsky)
μεμελετημένως: старательно Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μεμελετημένως: Ἐπίρρ., μετὰ μελέτης, Πλουτ. Πομπ. 68, Τζέτζ. Ἱστ. 10, 365.
Greek Monolingual
μεμελετημένως (ΑM, Μ και μεμελετημένα)
επίρρ. με μελέτη
μσν.
συνετά, μυαλωμένα, με σκέψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεμελετημένος, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. μελετῶ].