μεμελετημένως

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεμελετημένως Medium diacritics: μεμελετημένως Low diacritics: μεμελετημένως Capitals: ΜΕΜΕΛΕΤΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: memeletēménōs Transliteration B: memeletēmenōs Transliteration C: memeletimenos Beta Code: memelethme/nws

English (LSJ)

Adv. in a practised manner, Plu.Pomp.68.

Russian (Dvoretsky)

μεμελετημένως: старательно Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μεμελετημένως: Ἐπίρρ., μετὰ μελέτης, Πλουτ. Πομπ. 68, Τζέτζ. Ἱστ. 10, 365.

Greek Monolingual

μεμελετημένως (ΑM, Μ και μεμελετημένα)
επίρρ. με μελέτη
μσν.
συνετά, μυαλωμένα, με σκέψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεμελετημένος, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. μελετῶ].