μεσάτιον

From LSJ

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσάτιον Medium diacritics: μεσάτιον Low diacritics: μεσάτιον Capitals: ΜΕΣΑΤΙΟΝ
Transliteration A: mesátion Transliteration B: mesation Transliteration C: mesation Beta Code: mesa/tion

English (LSJ)

τό, = μέσαβον, Poll.1.148, cf. 142.

Greek (Liddell-Scott)

μεσάτιον: τό, = μέσαβον, Πολυδ. Α΄, 148, πρβλ. 142. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεσάτιον· μέσον. καὶ μέρος τοῦ ἅρματος.»

Greek Monolingual

μεσάτιον, τὸ (Α)
το μέσαβον.