μεσόστεος

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, θηλ. και -ος
ανατ. αυτός που βρίσκεται μεταξύ τών οστών (α. μεσόστεο νεύρο» β. «μεσόστεος σύνδεσμος»).