μετακιννάβαρι
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
Greek Monolingual
μετακιννάβαρι, το, και μετακινναβαρίτης, ο
(ορυκτ.) θειούχο ορυκτό του υδραργύρου το οποίο έχει την ίδια χημική σύσταση με το κιννάβαρι.