μεταμορφοψία

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. διαταραχή της όρασης κατά την οποία ο ασθενής διαπιστώνει παραμόρφωση τών εικόνων που αντιλαμβάνεται.