μετασκάπτω
From LSJ
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
English (LSJ)
transplant, Hsch. s.v. μεταβοθρεύοντες.
Greek (Liddell-Scott)
μετασκάπτω: μεταφυτεύω, Ἡσύχ. ἐν λ. μεταβοθρεύοντες.
Greek Monolingual
μετασκάπτω (ΑΜ)
σκάβω με διαφορετικό τρόπο ή μεταφυτεύω.