μετασκάπτω
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
transplant, Hsch. s.v. μεταβοθρεύοντες.
Greek (Liddell-Scott)
μετασκάπτω: μεταφυτεύω, Ἡσύχ. ἐν λ. μεταβοθρεύοντες.
Greek Monolingual
μετασκάπτω (ΑΜ)
σκάβω με διαφορετικό τρόπο ή μεταφυτεύω.