μετασκάπτω

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετασκάπτω Medium diacritics: μετασκάπτω Low diacritics: μετασκάπτω Capitals: ΜΕΤΑΣΚΑΠΤΩ
Transliteration A: metaskáptō Transliteration B: metaskaptō Transliteration C: metaskapto Beta Code: metaska/ptw

English (LSJ)

transplant, Hsch. s.v. μεταβοθρεύοντες.

Greek (Liddell-Scott)

μετασκάπτω: μεταφυτεύω, Ἡσύχ. ἐν λ. μεταβοθρεύοντες.

Greek Monolingual

μετασκάπτω (ΑΜ)
σκάβω με διαφορετικό τρόπο ή μεταφυτεύω.