μετασώτριο

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source

Greek Monolingual

το
το κενό διάστημα που υπάρχει μεταξύ τών σώτρων του τροχού άμαξας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -σώτριο (< σῶτρον «μετάλλινη στεφάνη του τροχού»). Η λ. μαρτυρείται από 1847 στον Γρ. Χαντσερή].