μετεπινοούμαι

From LSJ

τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite

Source

Greek Monolingual

μετεπινοοῦμαι, -έομαι (Μ)
αλλάζω ιδέα ή σχέδιο.