μετεωρόροφος

From LSJ

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244

Greek (Liddell-Scott)

μετεωρόροφος: -ον, ὁ ἔχων τὴν ὀροφὴν μετέωρον, ὑψηλήν, Λεξικ. Χειρόγρ.

Greek Monolingual

μετεωρόροφος, -ον (Α)
αυτός που έχει υψηλή οροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + -όροφος (< ὄροφος < ἐρέφω), πρβλ. υψόροφος].