μετρημός

Greek Monolingual

ο (Μ μετρημός) μετρώ
1. μέτρηση, καταμέτρηση, μέτρημα, απαρίθμηση («τα κρίματά σου είναι πολλά και μετρημό δεν έχουν», δημ. τραγούδι)
2. φρ. «δεν έχω μετρημό» — είμαι αμέτρητος.