μετρογραφία

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source

Greek Monolingual

η
1. το να γράφει κάποιος ύστερα από μετρήσεις
2. η τεχνική τών μετρήσεων και απεικονίσεων
3. μελέτη, πραγματεία περί μέτρων και σταθμών, αλλ. μετρολογία, μετρονομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρο + -γραφία].