ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
μηκίζω: μηκύνω, Εὐστ. εἰς Διονύσ. Περ. 65.
μηκίζω (Μ) μήκοςμηκύνω, εκτείνω.