μηκίζω

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214

Greek (Liddell-Scott)

μηκίζω: μηκύνω, Εὐστ. εἰς Διονύσ. Περ. 65.

Greek Monolingual

μηκίζω (Μ) μήκος
μηκύνω, εκτείνω.