μηκώνειος
From LSJ
Χρηστοῦ παρ' ἀνδρὸς χρὴ σοφόν τι μανθάνειν → Doceat te oportet vir probus sapientiam → Von einem Fachmann eigne dir was Weises an
English (LSJ)
α, ον,
A flavoured with opium, ἄρτοι Philostr.Gym.44.
II μηκών-ειον, τό, opium, S.E.P.1.81, Sch.Nic.Al.434.
2 v. μηκώνιον.
Greek Monolingual
μηκώνειος, -εία, -ον (Α)
1. ο αρωματισμένος με χυμό μήκωνος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μηκώνειον
α) το όπιο
β) η καστανοπρασινωπή ύλη που αποτελεί τα πρώτα κόπρανα του εμβρύου και του νεογεννήτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήκων + κατάλ. -ειος (πρβλ. κάπνειος, σύκειος)].