μηλοπράτης
From LSJ
σοφόν τοι τὸ σαφές, οὐ τὸ μὴ σαφές → wisdom lies in clarity, not in obscurity | wisdom is shown in clarity, not in obscurity
Greek Monolingual
μηλοπράτης, ὁ (Μ)
πωλητής μήλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + -πράτης (< πι-πρά-σκω «πουλώ»), πρβλ. αρτοπράτης.