μηνιαῖος
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
α, ον (ος, ον Antyll. ap. Orib.9.3.1),
A monthly, ἀπόκρυψις Placit.2.29.5; περίοδος Str.3.5.8, Gal.7.500; φορά IG22.1368.46; διαγραφή PRyl.2.206 (b) (iii A.D.); τὰ μ. the menses of women, Placit.5.18.2, Ph.2.305; μ. κάθαρσις Alex.Aphr.Pr.2.57.
2 ὧραι μ. 'seasons' (quarters) of the month, Antyll.l.c.
II a month old, LXX Nu.3.15, al.; μ. ὕδωρ Hp.Mul.2.188.
III a month long, νύξ Ant.Diog.9; χρόνος Gem.1.8, cf. Cleom.1.7; παραλλαγή, παράλλαγμα, Gem.8.22,19.
German (Pape)
[Seite 174] von der Dauer eines Monats, einen Monat lang, Aesch. Suppl. 266 u. Sp.; τὰ μηνιαῖα, die monatliche Reinigung der Frauen, Plut. plac. phil. 5, 18.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui dure un mois.
Étymologie: μήν².
Russian (Dvoretsky)
μηνιαῖος: длящийся один месяц (ἐνιαυτός Plut.; μηνιαῖ᾽ ἄχη Aesch. - v.l. μηνίσασ᾽ ἄχη).
Greek (Liddell-Scott)
μηνιαῖος: -α, -ον, ὁ κατὰ μῆνα συμβαίνων, ἀστροειδῆ περίοδον, τὴν μὲν ἡμερήσιον…, τὴν δὲ μηνιαίαν, τὴν δὲ ἐνιαυσιαίαν συμπαθῶς τῇ σελήνῃ Στράβ. 173· ― τὰ μηνιαῖα, τὰ καταμήνια τῶν γυναικῶν, Πλούτ. 2. 907F· μηνιαία κάθαρσις Ἀλέξ. Ἀφρ., κτλ.· ― ὁ Δινδ. προτείνει μηνιαῖ’ ἄχη (ἀντὶ τῆς γραφῆς τῶν Ἀντιγράφων μηνεῖται ἄκη) ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 266, πρβλ. Χο. 585. ΙΙ. ὁ ἔχων ἡλικίαν ἑνὸς μηνός, πᾶν ἀρσενικὸν ἀπὸ μηνιαίου καὶ ἐπάνω Ἑβδ. (Ἀριθ. Γϳ, 15, κ. ἀλλ.).
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ μηνιαῖος, -α, -ον, Α θηλ. και μηνιαῖος) μήν
1. αυτός που συμβαίνει, γίνεται ή εμφανίζεται κάθε μήνα (α. «μηνιαίο περιοδικό» β. «περίοδον μηνιαίαν», Στράβ.)
2. αυτός που διαρκεί έναν μήνα ή αυτός που αντιστοιχεί σε έναν μήνα («μηνιαία άδεια»)
νεοελλ.-μσν.
1. το ουδ. ως ουσ. το μηνιαίο(ν)
μισθός που δίνεται κάθε μήνα, μηνιάτικο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μηνιαία
τα μηναία
νεοελλ.
φρ. «μηνιαίος ρυθμός»
βιολ. ένας από τους βιολογικούς ρυθμούς, ο οποίος διαρκεί κατά μέσο όρο 29,5 μέρες
αρχ.
1. το τεταρτημόριο του μήνα
2. αυτός που έχει ηλικία ενός μήνα
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μηνιαῖα
τα έμμηνα τών γυναικών.
επίρρ...
μηνιαίως και -ιαία
(ΑΜ μηνιαίως) κάθε μήνα.
Greek Monotonic
μηνιαῖος: -α, -ον, αυτός που συμβαίνει ανά μήνα, σε Στράβ.
Middle Liddell
μηνιαῖος, η, ον
monthly, Strab.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό μήν, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.