μηνολογώ

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source

Greek Monolingual

μηνολογῶ, -έω (Μ)
(για επιστολή ή έγγραφο) σημειώνω την ημερομηνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας» + -λογῶ].