μι

From LSJ

Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches

Menander, Monostichoi, 548

Greek Monolingual

(I)
το
(άκλιτο) το δωδέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μῦ].
(II)
το
(άκλιτο) μουσ. διεθνής ονομασία του τρίτου φθόγγου της μείζονος κλίμακας του ντο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mi].