ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(I)
το
(άκλιτο) το δωδέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μῦ].
(II)
το
(άκλιτο) μουσ. διεθνής ονομασία του τρίτου φθόγγου της μείζονος κλίμακας του ντο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mi].