ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments
και μιαουλίζω (Μ μιαουρίζω και μιαουλίζω και μιαγουρίζω)νιαουρίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Από την ηχομιμητική λ. μιάου + κατάλ. -ρίζω (πρβλ. νιαουρίζω)].