μιαρογένης

From LSJ

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source

Greek Monolingual

μιαρογένης, -ες (Μ)
αυτός που έχει βρόμικα, ρυπαρά γένια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + -γένης (< γένι), πρβλ. μαυρογένης].