μιαρόκλωστος

Greek Monolingual

μιαρόκλωστος, -η, -ον (Μ)
1. (για τον χρόνο) αυτός που είναι κλωσμένος με δυστυχίες, κακότυχος, ενάντιος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μιαρόκλωστον
η κακοτυχία, η ατυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + -κλωστός (< κλώθω), πρβλ. λινόκλωστος].