Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
μικρόθεν (ΑΜ)
επίρρ. από τη μικρή ηλικία, από την παιδική ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρός + επιρρμ. κατάλ. -θεν].