Ἔρως ἀνίκατε μάχαν → O love, invincible in battle!
μισάδικος: -ον, ὁ μισῶν τὸ ἄδικον, Ἀντ. Μον. 1760Β.
μισάδικος, -ον (Μ)αυτός που μισεί την αδικία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μισώ + άδικος].