μισάδικος

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek (Liddell-Scott)

μισάδικος: -ον, ὁ μισῶν τὸ ἄδικον, Ἀντ. Μον. 1760Β.

Greek Monolingual

μισάδικος, -ον (Μ)
αυτός που μισεί την αδικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισώ + άδικος].