μισαλήθης

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσᾰλήθης Medium diacritics: μισαλήθης Low diacritics: μισαλήθης Capitals: ΜΙΣΑΛΗΘΗΣ
Transliteration A: misalḗthēs Transliteration B: misalēthēs Transliteration C: misalithis Beta Code: misalh/qhs

English (LSJ)

μισαλήθες, hating truth, Tz.H.10.873; on the accent v. Hdn.Gr.1.80.

German (Pape)

[Seite 189] ες, die Wahrheit hassend, Tzetz.

Greek (Liddell-Scott)

μισαλήθης: ὁ, ἡ, ὁ μισῶν τὴν ἀλήθειαν, Τζετζ. Ἱστ. 10. 873.

Greek Monolingual

μισαλήθης, μισάληθες (Μ)
αυτός που μισεί την αλήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ἀληθής.