μισοδέσποτος

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268

Greek (Liddell-Scott)

μῑσοδέσποτος: -ον, ὁ μισῶν τὸν ἑαυτοῦ δεσπότην, Γενέσ. 32, 18.

Greek Monolingual

μισοδέσποτος, -ον (Μ)
αυτός που μισεί τον κύριο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + δεσπότης (πρβλ. φιλοδέσποτος)].