μισοδέσποτος
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
Greek (Liddell-Scott)
μῑσοδέσποτος: -ον, ὁ μισῶν τὸν ἑαυτοῦ δεσπότην, Γενέσ. 32, 18.
Greek Monolingual
μισοδέσποτος, -ον (Μ)
αυτός που μισεί τον κύριο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + δεσπότης (πρβλ. φιλοδέσποτος)].