μισοκύριος

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337

German (Pape)

[Seite 191] ὁ, der Feind des Herrn, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

μισοκύριος: ὁ μισῶν τὸν Κύριον. Ψευδο. Χρυσ. τ. 7, σ. 432, 31.

Greek Monolingual

μισοκύριος, ὁ (Α) αυτός που μισεί τον Κύριο, τον Θεό, ασεβής, ανευλαβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + Κύριος].