μισοκύριος
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
German (Pape)
[Seite 191] ὁ, der Feind des Herrn, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
μισοκύριος: ὁ μισῶν τὸν Κύριον. Ψευδο. Χρυσ. τ. 7, σ. 432, 31.
Greek Monolingual
μισοκύριος, ὁ (Α) αυτός που μισεί τον Κύριο, τον Θεό, ασεβής, ανευλαβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + Κύριος].