μνήστις

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115

Greek Monolingual

μνήστις -ιος, ἡ (Α, δωρ. και αιολ. τ. μνάστις)
1. ανάμνηση, θύμηση, μνήμη
2. μνεία
3. προσοχή
4. φήμη
5. φρ. «μνῆστις γίγνεται» — θυμούνται ή συλλογίζονται οι άνθρωποι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μνη-σ- του μι-μνή-σκω + επίθημα -τις (για το -σ- του τ. πρβλ. λῆ-σ-τις)].