μογγιλάλος

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

μογγιλάλος, -ον (Α)
μογιλάλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μογγός, πιθ. κατά το μογιλάλος].

Chinese

原文音譯:mogil£loj 摩居-拉羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:困難地-說(者) 相當於: (אִלֵּם‎)
字義溯源:說話費力,口喫,說話聲音嘶啞,舌結;由(μόγις)=難以)與(ἀπολαλέω / λαλέω)*=說)組成;而 (μόγις)出自(μόγις)X*=辛勞)
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編
1) 舌結(1) 可7:32

French (New Testament)

c. μογιλάλος