μολποδώρα

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολποδώρα Medium diacritics: μολποδώρα Low diacritics: μολποδώρα Capitals: ΜΟΛΠΟΔΩΡΑ
Transliteration A: molpodṓra Transliteration B: molpodōra Transliteration C: molpodora Beta Code: molpodw/ra

English (LSJ)

ας, ἡ, bestower of μολπή, title of Aphrodite in Cyprus, Schwyzer682.6.

Greek Monolingual

μολποδώρα, ἡ (Α)
(ως τίτλος της Αφροδίτης στην Κύπρο) αυτή που χορηγεί, που δωρίζει τη μολπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μολπή + -δώρα (< δῶρον), πρβλ. αναξίδώρα, Πανδώρα].