μολυβᾶς

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολῠβᾶς Medium diacritics: μολυβᾶς Low diacritics: μολυβάς Capitals: ΜΟΛΥΒΑΣ
Transliteration A: molybâs Transliteration B: molybas Transliteration C: molyvas Beta Code: moluba=s

English (LSJ)

ᾶτος, ὁ, lead-worker, POxy.1517.12 (iii A.D.).

Greek Monolingual

μολυβᾱς, -ᾱτος, ὁ (Α)
αυτός που ασχολείται με την κατεργασία του μολύβδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβος + επίθημα -άς, -άτος, δηλωτικό επαγγέλματος (πρβλ, κασσιτερ-άς, χαλκωμ-άς)].