μοναδικότητα

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115

Greek Monolingual

η
η ιδιότητα του μοναδικού, αποκλειστικότητα, σπανιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοναδικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1811 στον Ιω. Ασάνη].