μοναδικότητα
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
Greek Monolingual
η
η ιδιότητα του μοναδικού, αποκλειστικότητα, σπανιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοναδικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1811 στον Ιω. Ασάνη].