μονώροφος

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70

Greek Monolingual

-η, -ο- (Μ μονώροφος, -ον)
αυτός που έχει έναν όροφο, ένα πάτωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + όροφος (πρβλ. πολυώροφος). Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].