πολυώροφος
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
πολυώροφον, (ὀροφή) of many roofs or stories, Eust.640.1:—written πολυόροφος in Str.16.2.13.
German (Pape)
[Seite 678] mit vielen Decken, Stockwerken, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
πολυώροφος: -ον, (ὀροφὴ) ὁ ἔχων πολλὰς ὀροφὰς ἢ πολλὰ πατώματα, πολύστεγος, Εὐστ. 640. 1, ἐσφαλμένως πολυόροφος παρὰ Στράβ. 753, Θεοφυλ. Ἐπιστ. σ. 69.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυώροφος, -ον, ΝΜΑ
(για οικοδόμημα) αυτός που έχει πολλούς ορόφους, πολλά πατώματα
νεοελλ.
(για πύραυλο-φορέα) αυτός που αποτελείται από αλλεπάλληλα τμήματα τα οποία αποχωρίζονται διαδοχικά από το κύριο σώμα αφού εξαντλήσει το καθένα τα καύσιμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ώροφος (< ὄροφος), πρβλ. μον-ώροφος. Το -ω- οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].