γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
μορφοεμφέρεια, ἡ (Α)εικόνα, σχήμα, νοερή μορφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + ἐμφέρεια «ομοιότητα»].