ἐμφέρεια
English (LSJ)
ἡ, likeness, Ps.-Dsc.1.1, Ph.1.15, Corn.ND9, Plu.Num. 13; πρός τι Ph.1.433, al., Plu.TG2: pl., τὰς ἀριθμοῦ ἐ. καὶ ἀφομοιώσεις Theol.Ar.58.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
semejanza, parecido
a) c. gen. ψυχῆς Ph.1.632, cf. Dsc.4.65.2, Ath.177b, S.E.M.5.97, Epiph.Const.Haer.46.5.3;
b) c. segundo término de la comparación explíc. en dat. ἔχον δέ τινα ἐμφέρειαν κιναμώμῳ Dsc.1.14.3, λίθους ἐμφερεῖς μύλαις Ath.315e, cf. Ruf.Oss.12;
c) en gen. τιάρας βασιλείου σῴζειν ἐμφέρειαν guardar semejanza con la tiara real ref. un vendaje, Sor.Fasc.8;
d) en constr. prep. de πρός y ac. τινα πρὸς αὐτοὺς ἐχόντων ἐμφέρειαν teniendo algún parecido con ellos Ph.1.433, ἡ πρὸς ψυχὴν ἐ. αὐτῆς (τῆς λυχνίας) Ph.1.504, σῴζει τὴν πρὸς ... ἐμφέρειαν guarda parecido con ... Dsc.3.46.2, cf. Orib.11.κ.13, κρότονα διὰ τὴν ὡς πρὸς τὸ ζῷον τοῦ σπέρματος ἐμφέρειαν (lo llaman) crotón por el parecido del fruto con el animal Dsc.4.161.1, cf. Ath.Al.M.26.56A, διὰ τὴν ἐμφέρειαν τῆς πρὸς τὸν οὐρανὸν γλαυκότητος Corn.ND 9, cf. 30, Gal.3.872, 18(1).776, Ath.Al.Decr.33.13, Cyr.Al.Dial.Trin.1.393d, πρὸς ἀλλήλους Eus.M.22.1009B
•c. dat. pos. en or. nom. y constr. prep. del segundo término ποία γὰρ ἐ. τῷ γενητῷ πρὸς τὸ ἀγένητον; Ath.Al.M.26.76C;
e) c. un referente en constr. prep. de ac. parecido en cuanto a, semejanza en πλανώμενοι ὑπὸ τῆς κατὰ τὴν ὀσμήν ἐμφερείας confundidos por el parecido en el olor Dsc.1.12.1, (τῶν νεανίσκων ἐκείνων) ἡ πρὸς ἀνδρείαν ἐ. Plu.TG 2;
f) abs. πλανώμενοι ὑπὸ λίθων πολλὴν ἐμφέρειαν ἐχόντων Dsc.5.74.4, οὕτως ἐφικέσθαι τῆς ἐμφερείας Plu.Num.13, ἀμυδραῖς ἐμφερείαις Basil.Ep.9.3, crist. ἡ πολλὴ λίαν ἐ. τε καὶ ὁμοιότης entre las personas de la Trinidad, Cyr.Al.M.73.33A, cf. Ammon.Io.435.2.
German (Pape)
[Seite 819] ἡ, Ähnlichkeit; Plut. Num. 13; πρός τι, in Etwas, Tib. Graech. 2; πρός τι, mit Etwas, Galen.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
ressemblance.
Étymologie: ἐμφερής.
Russian (Dvoretsky)
ἐμφέρεια: ἡ сходство, подобие (πρός τι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφέρεια: ἡ, ὁμοιότης, Διοσκ. 1. 1, Πλουτ. Νουμ. 13· πρός τι ὁ αὐτὸς Τ. Γράκχ. 2.
Greek Monolingual
ἐμφέρεια, η (AM)
ομοιότητα («οὕτως ἐφικέσθαι τῆς ἐμφερείας... ὥστε μή... διαγινώσκειν», Πλάτ.).
Greek Monotonic
ἐμφέρεια: ἡ, ομοιότητα, σε Πλούτ.