μουγγρί

From LSJ

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315

Greek Monolingual

το
ζωολ. κοινή ονομασία τελεόστεων ιχθύων της οικογένειας congridae, γνωστών και με τη λόγια ονομασία γόγγρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γογγρίον, υποκορ. του γόγγρος «είδος ψαριού», με παρετυμολ. επίδραση του μουγγρίζω].