μουχτερό
From LSJ
ἀποθανέτω ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων → I will be ruined together with the enemy, let me die with the Philistines
Greek Monolingual
το (Μ μουχτερόν και μουχθερόν και μουκτερόν)
1. ζώο που υφίσταται μεγάλους μόχθους και κόπους, που σηκώνει μεγάλα βάρη, και ιδίως ο όνος, το γαϊδούρι
2. (και σήμερα σε ορισμένα μέρη) χοίρος, γουρούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μουχτερόν < μοχθηρόν, ουδ. του επιθ. μοχθηρός με κώφωση του -ο- σε -ου-].