νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
το1. σημαία, λάβαρο2. φρ. «σηκώνω μπαιράκι» — απειθαρχώ, στασιάζω, επαναστατώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bayrak].