μπαϊράκι

From LSJ

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source

Greek Monolingual

το
1. σημαία, λάβαρο
2. φρ. «σηκώνω μπαιράκι» — απειθαρχώ, στασιάζω, επαναστατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bayrak].