μπουκαπόρτα

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source

Greek Monolingual

η
1. καταπακτή, γκλαβανή
2. πόρτα πλοίου η οποία κλείνει ερμητικά και κάνει το πλοίο ή ένα διαμέρισμά του στεγανό
3. άνοιγμα στην πλευρά πλοίου που χρησιμεύει για την παραλαβή φορτίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. boca-porta (< boca < λατ. bucca «στόμα, στόμιο» + porta)].