μπρικέτα

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source

Greek Monolingual

η
1. μικρό τούβλο
2. μικρή πλίνθος από πεπιεσμένη σκόνη λιθάνθρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. briquette, υποκορ. του γαλλ. brique «τούβλο»].