μυθητῆρες
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
Full diacritics: μῡθητῆρες | Medium diacritics: μυθητῆρες | Low diacritics: μυθητήρες | Capitals: ΜΥΘΗΤΗΡΕΣ |
Transliteration A: mythētē̂res | Transliteration B: mythētēres | Transliteration C: mythitires | Beta Code: muqhth=res |
στασιασταί, Hsch.; cf. μυθιήτης.
μυθητῆρες (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «στασιασταί».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυθώ + επίθημα -τήρ (για τη σημ. της λ. πρβλ. λ. μύθαρχοι, μυθιήτης)].