μύθαρχοι
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
English (LSJ)
οἱ προεστῶτες τῶν στάσεων, Hsch.; cf. μῦθος III.
German (Pape)
[Seite 214] οἱ, nach Hesych. Häupter der Faktion, Parteianführer, s. μυθητής.
Greek (Liddell-Scott)
μύθαρχοι: «οἱ προεστῶτες τῶν στάσεων» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μύθαρχοι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἱ προεστῶτες τῶν στάσεων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος «στάση, επανάσταση» + -αρχος (< ἄρχω), πρβλ. μυθιήτης.