μυκήτωση

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. νοσηρός σχηματισμός μυκήτων σε διάφορα σημεία του οργανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. mycose (< μύκης «μύκητας» + κατάλ. -ωση)].