μυκηναϊκός

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Μυκήνες ή αυτός που προέρχεται από τις Μυκήνεςμυκηναϊκός πολιτισμός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μυκῆναι. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εστία].