μυκητόζωα

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source

Greek Monolingual

τα
ζωολ. πρώτιστα αμφίβολης συστηματικής θέσης, τα οποία εμφανίζονται υπό μορφή κυτταροπλασματικών μαζών και τα οποία κινούνται με ψευδοπόδια και αναπαράγονται με διαίρεση και με σποριάγγεια, αλλ. μυξομύκητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. mycetozoa (< μύκητας + ζώο). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη].