μυξομύκητες

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

οι (μυκητ.) άλλη ονομασία για τα μυκητόζωα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myxomycete (< μύξα + μύκητας). Η λ., στον λόγιο τ. μυξομύκης, μαρτυρείται από το 1881 στον Ηρ. Μητσόπουλο].