μυριάδα
From LSJ
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
Greek Monolingual
η (ΑΜ μυριάς, Μ και μυριάδα)
συν. στον πληθ. οι μυριάδες
1. σύνολο από δέκα χιλιάδες ομοειδείς μονάδες, ο αριθμός 10. 000 («παραλαβέσθαι δραχμῶν ἕκαστον ἀργυρίου δεκαδύο ἥμισυ μυριάδας», Πλούτ.)
2. μεγάλη ποσότητα, πολυάριθμο πλήθος («μυριάδες λαού κατέκλυσαν το στάδιο»)
(μσν. -αρχ.) ως επίθ. αναρίθμητος (μυριάδας πόλεις ἀνδρῶν ἀγαθῶν ἐκένωσεν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύριος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. μόνος: μονάς)].