μυρισμένος

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203

Greek Monolingual

-η, -ο μυρίζω
αυτός που αναδίδει ευωδιά, αρωματικός, μυρωδάτος («είχε περβόλ' ορεχτικό με δέντρη μυρισμένα», Ερωτόκρ.).