μυριόκλωνος

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10

Greek Monolingual

-η, -ο
(για δέντρα)
1. αυτός που έχει πάρα πολλά κλαδιά
2. μτφ. μεγάλοςμυριόκλωνος ο πόνος που πονώ», Γρυπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + κλῶνος].