μυριόπλουτος
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ μυριόπλουτος, -η, -ον)
αυτός που έχει αναρίθμητα πλούτη, πάμπλουτος
μσν.
μτφ. αυτός που έχει πλούτο χαρισμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + πλοῦτος.