μυροδοχείο

Greek Monolingual

το
1. δοχείο στο οποίο φυλάσσεται αρωματικό υγρό, μυρογυάλι, μυροθήκη
2. λειτουργικό σκεύος της εκκλησίας στο οποίο φυλάσσεται το άγιο μύρο.